- ἀπολούτριος
- ἀπο-λούτριος, ον,A washed off: τὰ ἀπολούτρια (sc. ὕδατα) water which has been used for washing, Ael.NA17.11:—also [suff] ἀπό-λουτρον, τό, Sch.Ar.Eq. 1401.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.